- σηματοδοτώ
- σηματοδότησα, σηματοδοτήθηκα, σηματοδοτημένος1. δίνω σήμα, τοποθετώ ένα σηματοδότη.2. μτφ., επιτρέπω ν’ αρχίσει μια διαδικασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σηματοδοτώ — σηματοδοτώ, σηματοδότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σηματοδοτώ — Ν [σηματοδότης] 1. μεταδίδω σήματα 2. τοποθετώ σηματοδότηση 3. μτφ. σημαίνω, επισημαίνω, ενημερώνω … Dictionary of Greek
σηματοδότηση — η, Ν [σηματοδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σηματοδοτώ, η με ποικίλα σήματα μετάδοση πληροφοριών ορισμένου είδους σε ορισμένη απόσταση 2. η τοποθέτηση ή διάταξη σημάτων και σηματοδοτών σε σιδηροδρομική γραμμή, οδική αρτηρία, πλωτό… … Dictionary of Greek